- λεσπεντέτσα
- ηβοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας φαβίδες.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. lespedeza < εσφαλμένη ανάγνωση τού επωνύμου τού V. Μ. de Zespedes, Ισπανού κυβερνήτη τής ανατολικής Φλόριντα].
Dictionary of Greek. 2013.